- εντόπιος
- -α, -ο και ντόπιος, -α, -ο (AM ἐντόπιος, -ία, -ον και ἐντόπιος, -ον, Μ και ντόπιος, -α, -ο)1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.)2. ως ουσ. ο εντόπιοςαυτόχθονος, εγχώριος, ιθαγενής, ντόπιοςμσν.το ουδ. ως ουσ. το ἐντόπιονιθαγένειααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν τόπο, τοπικός2. εμφύλιος («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)3. ιατρ. ο περιορισμένος σ' ένα μέρος τού σώματος.επίρρ...ἐντοπίωςεγχωρίως, ιθαγενώς, τοπικώς, επιτοπίως.
Dictionary of Greek. 2013.